- καφεόλη
- ηαρωματικό έλαιο στο οποίο οφείλεται το άρωμα που παράγεται κατά τη φρύξη τού καφέ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. caffeol (< γερμ. kaffeol < kafee + -ol)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… … Dictionary of Greek